αγρέλι

αγρέλι
το
ο βλαστός τής αγρελιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγρέλλιον.
ΠΑΡ. αγρελιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγριέλι — και αγρέλι και αγρίλι, το 1. η αγριελιά* 2. ήμερη ελιά μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγριέλαιος το αγρέλι < *ἀγρέλαιος < *ἀγρέλος το αγρίλι < *ἀγρίλαιος < *ἀγρίλος] …   Dictionary of Greek

  • αγρελιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 422 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παληοκάστρου. * * * η [αγρέλι] ονομασία ειδών τού άγριου σπαραγγιού …   Dictionary of Greek

  • αγριέλα — και αγρέλα, η η αγριελιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριέλι αγρέλι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”